σελαχωδης

σελαχωδης
    σελαχώδης
    σελᾰχ-ώδης
    2
    близкий к хрящевым
    

(ἰχθύες Arst.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "σελαχωδης" в других словарях:

  • σελαχώδης — of masc/fem acc pl (attic epic doric) σελαχώδης of masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) σελαχώδης of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σελαχώδης — ῶδες, Α [σέλαχος (ΙΙ)] 1. αυτός που ανήκει στην τάξη τών σελαχών 2. όμοιος με σέλαχος …   Dictionary of Greek

  • σελαχώδη — σελαχώδης of neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) σελαχώδης of masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) σελαχώδης of masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σελαχῶδες — σελαχώδης of masc/fem voc sg σελαχώδης of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σελαχώδεις — σελαχώδης of masc/fem acc pl σελαχώδης of masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σελαχωδῶν — σελαχώδης of masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σελαχώδεσι — σελαχώδης of masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σελαχώδεσιν — σελαχώδης of masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεώβατος — (Α) (κατά τον Ησύχ.) 1. λεωφόρος, οδός 2. «ἰχθὒς σελαχώδης». [ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. 1.< λεω (βλ. λαο ) + βατος (< βαίνω), πρβλ. ηλιό βατος με τη σημ. 2 η λ. είναι πιθ. άλλος τ. τού λειόβατος, είδος ιχθύος] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»